- Σωσικόλωνος
- ἡ, Απροσωνυμία τής Αρτέμιδος, που προστάτευε τις κολώνες, τις βουνοκορφές.[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + -κόλωνος (< κολώνη «ύψωμα, λόφος, κορυφή»), πρβλ. υψικόλωνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.